-
1 επιτροπή
η1) комитет;κεντρική (κομματική) επιτροπή — центральный (партийный) комитет;
2) комиссия;εξεταστική επιτροπή — а) экзаменационная комиссия; — б) следственная комиссия; — в) ревизионная комиссия;
διεθνής εξεταστική επιτροπή — международная арбитражная комиссия;
επιτροπή απαλλαγών' — воен, медицинская комиссия;
εφορευτική επιτροπή — избирательная комиссия;
3) коллегия;ελλανοδίκη επιτροπή — спорт, судейская коллегия;
4) делегация
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek